Ιφιγένεια εν Αυλίδι / Κριτική της Παράστασης
Επιμέλεια: Δημήτρης Μποτσιαλάς / Απόστολος Ιωαννίδης
Πρόλογος
Στο Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας παρακολουθήσαμε πρόσφατα την παράσταση "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη. Το αρχαίο αυτό έργο χειρίζεται με μαεστρία ζητήματα που αφορούν την εξουσία, την αυτοθυσία αλλά και την αυτοδιάθεση, καθώς και το πως ο "έρως" και η "έρις" βρίσκονται, συχνά, σε συγκοινωνούντα δοχεία.
Λίγα λόγια για την υπόθεση
Στον πρόλογο του έργου συναντούμε τον Αγαμέμνονα να μας κατατοπίζει σχετικά με την προϊστορία του έργου. "Ο Πάρις έκλεψε την Ελένη και οι Αχαιοί συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα με το στόλο τους για να κυριεύσουν την Τροία και να τη φέρουν πίσω. Όμως άπνοια τους εμποδίζει. Προφητεία του Κάλχα θέλει την άπνοια να σταματά, όταν θυσιαστεί στην Άρτεμη η κόρη του Αγαμέμνονα.
Η θυσία της κόρης του στρατηγού, της Ιφιγένειας, θα απεγκλώβιζε τον στόλο από την απραξία. Ο Αγαμέμνονας δέχτηκε να τελέσει τη θυσία είτε από φιλοδοξία (Αισχύλος, Αγαμέμνων) είτε για το κοινό καλό (Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι). Με δόλο ζήτησε από τη γυναίκα του να έρθει στην Αυλίδα, επικαλούμενος αρραβώνα της κόρης τους με το πρωτοπαλίκαρο των Ελλήνων, τον Αχιλλέα. Όταν ο αρχηγός των Μυρμιδόνων πληροφορήθηκε τον δόλο και την εμπλοκή του ονόματός του, προσπάθησε να σταματήσει τη θυσία, όμως όλο το στράτευμα -και οι δικοί του στρατιώτες- επιθυμούσαν την απεμπλοκή από το τέλμα κι ο Αχιλλέας κινδύνεψε με λιθοβολισμό.
Στο τέλος η Ιφιγένεια οικειοθελώς δίνει τη ζωή της. Έχει πειστεί πως πρέπει να θυσιαστεί για το κοινό καλό, και αποκρούει τις κατηγόριες του Αχιλλέα και της μητέρας της, την οποία και παρηγορεί λίγο πριν ψάλλει ένα τραγούδι στην Άρτεμη καθώς παίρνει τον βαρύ και δυσβάστακτο δρόμο της θυσίας.
Ο Αγαμέμνονας τελεί τη θυσία χωρίς την παρουσία της Κλυταιμνήστρα, την οποία, αμέσως μετά, στέλνει πίσω στο Άργος. Στο μεταξύ, στη διάρκεια της θυσίας η Άρτεμη αντικατέστησε την κόρη με ένα ελάφι ως θύμα, ενώ την ίδια την οδήγησε στην Ταυρίδα, όπου και την έκανε ιέρειά της.
Η Παράσταση
Εξωτερικοί Συντελεστές
Η σκηνοθεσία του Θέμη Μουμουλίδη αποδίδει κάθε κοινωνικοπολιτικό μήνυμα της τραγωδίας, όπως του αρμόζει. Η ευφυής οπτική του γωνία, σε συνδυασμό με τα καλαίσθητα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά και τα υπέροχα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού, απέδωσαν με ορθό τρόπο το δίπολο, μεταξύ της παιδικής αθωότητας και της σκληρής πραγματικότητας.
Ιδιαίτερα πρωτότυπα τα εικαστικά σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά, με μια οπτική μινιμαλιστική που δίνουν στον θεατή την αίσθηση του οχυρωμένου στρατοπέδου της Αυλίδας ενώ συγχρόνως εξυπηρετεί στην κίνηση και την σκηνική παρουσία των ηθοποιών.
Η καινούρια μετάφραση της Παναγιώτας Πανταζή μεταφέρει στον σύγχρονο λόγο το έργο του Ευριπίδη με περίσσιο σεβασμό και χάρη, αναδεικνύοντας την επικαιρότητα της ιστορίας.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται να δοθεί στους φωτισμούς του Νίκου Σωτηρόπουλου, που ενίσχυσαν την συναισθηματική ένταση κάθε σκηνής. Θαυμάσαμε, βεβαίως, και την εξαιρετική κινησιολογία της Σεσίλ Μικρούτσικου, αλλά και τη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, που δε θα μπορούσε να ήταν καταλληλότερη.
ΟΙ Ηθοποιοί
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος επωμίζεται ίσως τον δυσκολότερο ρόλο του εν λόγω έργου ή πιο σωστά τον πιο ανεπαρκώς διαγεγραμμένο, τον επιβλητικό αρχιστράτηγο των Αχαιών Αγαμέμνονα. Η απεικόνιση του ηθοποιού είναι ολοκληρωμένη και φανερώνει με ακρίβεια όλες τις πτυχές της προσωπικότητας του ήρωα του και τις εναλλαγές του από άξιο στιβαρό ηγέτη του στρατεύματος σε σπαραξικάρδιο πατέρα που βάζει πάνω από όλα το παιδί του. Η ερμηνεία του συνολικά χαρακτηρίζεται καθηλωτική με μη απότομες και ισορροπημένες εναλλαγές και αναδεικνύει ταυτόχρονα το πρότυπο του στιβαρού πολεμοχαρή άνδρα της εποχής αλλά και του σπλαχνικού πατέρα.
Ο Άκης Σακελαρίου αναλαμβάνει την απεικόνιση, του πολεμικού συμμάχου και αδελφού του Αγαμέμνονα, Μενέλαου. Η παρουσία του είναι ιδιαιτέρως αισθητή στην σύγκρουση του με τον αδελφό του στην οποία ενεργεί με πολύ ρεαλιστικό και δραματικό τρόπο όπως αρμόζει στον προδομένο, από την απιστία της Ελένης, Μενέλαο. Η εναλλαγή του από προδομένο σύζυγο και οργισμένο αδελφό σε έναν Μενέλαο συνειδητοποιημένο και με κατανόηση προς τις ανάγκες του Αγαμέμνονα είναι λίγο απότομη στο μάτι του κοινού θεατή χωρία όμως αυτό να επηρεάζει το συνολικό του αποτέλεσμα.
Ο Παντελής Δεντάκης στέκεται άξια στους ρόλους του Πρεσβύτη και του Αγγελιαφόρου καθώς η σκηνική του παρουσία χαρακτηρίζεται κάθε άλλο παρά αδιάφορη, σφύζει από ζωντάνια και φυσικότητα. Τονίζει φανερά την αφοσίωση στον βασιλιά και αφέντη του ενώ παράλληλα η κινησιολογία του (δεδομένης της αναπηρίας του ρόλου του) είναι αξιοθαύμαστη. Αισθητή παρουσία και συμμετοχή στα δρώμενα του έργου.
Η Ιωάννα Παππά δίνει έναν νέο αέρα στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας. Η ερμηνεία της δε θυμίζει σε τίποτα την κλασική εικόνα που είχε το θεατρικό κοινό για την αδίστακτη βασίλισσα του Άργους. Η Κλυταιμνήστρα της κ. Παππά είναι γεμάτη τραύματα και ευαισθησίες. Είναι μια πληγωμένη ψυχή που μεταμορφώνεται σε αγρίμι, για να σώσει ό,τι αγαπάει. Μάταια ωστόσο...
Η Κλυταιμνήστρα, παράλληλα, είναι και μια αρχαία "femme fatale", που με τη δηλητηριώδη σαγήνη της μεταμορφώνει τις πληγές της σε τόξα και τοξεύει ενάντια στους εχθρούς της και, συγκεκριμένα, στον Αγαμέμνονα. Η Ιωάννα Παππά, με την κίνηση του σώματος της, το χρώμα της φωνής της και τις εκφράσεις του προσώπου της - που είναι όλα τόσο αλλόκοτα, μα, ταυτόχρονα, τόσο ταιριαστά με τον χαρακτήρα - αποδίδει εκπληκτικά τον ρόλο της τραγικής ηρωίδας ενώ συγχρόνως επιτυγχάνει
μια ιδιαίτερα άμεση επικοινωνία με τον θεατή της και τον
κρατά προσηλωμένο επάνω της, πιστό
και ταπεινό της παρατηρητή της.
Η Μαρία Πετεβή, στον ρόλο της Ιφιγένειας, μας βεβαίωσε - και με το παραπάνω - πως αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ηθοποιούς της γενιάς της. "Ντύνεται" τον ρόλο της νεαρής πριγκίπισσας και διεισδύει πλήρως μέσα σε αυτόν. Παρουσιάζει ολοκάθαρα την αγνότητα και την παιδικότητα της Ιφιγένειας, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με την καταδίκη της. Η "εξέλιξή" της από καλομαθημένη ανήλικη, σε ηρωίδα, που πολεμάει σαν άνδρας ενάντια στο κατεστημένο, χρησιμοποιώντας τα δικά του όπλα σε βάρος του, ενσαρκώνεται από την ηθοποιό με απόλυτη αρμονία και φυσικότητα, χωρίς η μετάβαση να είναι απότομη. Η Ιφιγένεια της Μαρίας
Πετεβή είναι, όπως ακριβώς της πρέπει, πρότυπο ανδρείας, γενναιότητας αλλά
και αυταπάρνησης που διατίθεται να
θυσιάσει το πολυτιμότερο όλων των αγαθών
για χάρη του συνόλου ενώ διεκδικεί
παράλληλα την υστεροφημία και την χάραξη
του ονόματος της στους αιώνες. Η γενναία κοπέλα, που εκκολάπτεται μέσα από το παιδικό της "κουκούλι" και διεκδικεί την αυτοδιάθεση της, ακόμη και στον θάνατο, ενσαρκώνεται από την κ. Πετεβή με τρόπο αδιαμφισβήτητα σπουδαίο.
Τον ρόλο του ηρωικού Αχιλλέα ενσαρκώνει ο Γιώργος Χρυσοστόμου. Ο ηθοποιός μάς παρουσιάζει επιτυχώς έναν Αχιλλέα δυναμικό με ορμή μαχητική όπως αξίζει άλλωστε σε έναν τόσο αξιομνημόνευτο ήρωα και ημίθεο πολεμιστή. Η συμμετοχή του στην εξέλιξη του έργου είναι ενεργή και η επί σκηνής παρουσία του διόλου αδιάφορη. Στην απεικόνιση του κ. Χρυσοστόμου ίσως λείπει λίγη από την λάμψη και τη ρωμαλεότητα του τρανού Αχιλλέα. Παρόλα αυτά η οπτική που δίνει στον χαρακτήρα του είναι μοναδική και επισκιάζει με ευκολία τις όποιες μικρές αστοχίες.
Ο Χορός
Ο χορός και σε αυτή την τραγωδία αποδεικνύει πως είναι ο σημαντικότερος συντελεστής του έργου. Οι 8 γυναίκες που τον απαρτίζουν προσδίδουν στο έργο την απαραίτητη λυρικότητα. Η εμβληματική τους κινησιολογία (Σεσίλ Μικρούτσικου) σε συνδυασμό με τις εξαίσιες μελωδίες του Σταύρου Γασπαράτου συντελούν στην δημιουργία ολοκληρωμένων και συναρπαστικών χορικών.
Οι γυναίκες της Χαλκίδας συμπάσχουν με το δράμα της Ιφιγένειας και στέκονται δίπλα της ως την τελευταία στιγμή ντυμένες στα λευκά ως σύμβολο αγνότητας και ερχόμενες σε πλήρη αντίθεση με τα σκληρά “σιδερένια” πρόσωπα των χαρακτήρων. Οι καταπληκτικές φωνητικές ικανότητες των γυναικών φωτίζουν την εξέλιξη της δράσης και εντείνουν την δραματικότητα με έναν τρόπο άκρως μελωδικό.
Επίλογος
Στην εν λόγω τραγωδία του Ευριπίδη η κεντρική ηρωίδα θυσιάζεται μάταια, αν και οικειοθελώς, για έναν σκοπό φιλόδοξο αλλά και απάνθρωπο, για έναν επεκτατικό πόλεμο που αποκτηνώνει τον άνθρωπο. Η απορία του Ευριπίδη που εκφράζεται έντονα μέσα από το έργο και κατά κύριο λόγο μέσα από τον ρόλο της Ιφιγένειας και την σάτιρα προς τα πρόσωπα των μεγάλων στρατηγών της εκστρατείας είναι αν πράγματι είναι εφικτή μια αλλαγή πορείας. Το ερώτημα αυτό που τίθεται έμμεσα είναι αναμφίβολα διαχρονικό ενώ σαφή απάντηση σε αυτό μοιάζει να αδυνατεί να δώσει και η σημερινή κοινωνία.
Η οπτική του σκηνοθέτη Θέμη Μουμουλίδη στην συγκεκριμένη παράσταση αλλά και η μορφή που της δίνουν οι υπόλοιποι συντελεστές ο καθένας με τον τρόπο του και την αρμοδιότητα του αποδίδει συνολικά όλα τα ερωτήματα και “βυθίζει” τον έμπειρο θεατή σε βαθιά στοχαστική διάθεση ενώ συγχρόνως αποτελεί μια ολοκληρωμένη σύγχρονη απεικόνιση του αρχαίου λόγου για την επιμόρφωση και την ψυχαγωγία του κοινού και κάθε είδους θεατή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου